- αερο-
- α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ-αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο-, πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ.-νεοελλ. αερό-βιος, αερο-δόνητος, αερο-δρόμος, αερο-ειδής, αερο-μαχία, αερο-μιγής, αερο-μιχλώδης, αερο-πέτης, αερο-πόροςαρχ.ἀερο-βάτης, ἀερο-νηχής, ἀερο-νομῶ, ἀερο-πέτης, ἀερο-πλάνοςνεοελλ.αεροβότανο, αεροδέρνομαι, αεροκουνώ, αεροπιάνομαι, αεροπόταμος, αεροσέρνομαι, αεροστροβιλίζομαι, αερόσυρτος, αεροτινάζω, αεροτόπι, αερότοπος. Εκτός της βασικής του σημασίας, ιδιαίτερα σε σύνθετα τής Νεοελληνικής, το α΄ συνθ. αερο- προσδίδει συχνά τη μεταφορική έννοια «του ανυπόστατου, του κενού, του μάταιου, του ανόητου», π.χ. αρχ. ἀερο-λέσχης, ἀερο-μετρῶ, ἀερό-μυθος(νεολλ.) αερο-βάτης, αερο-γεμίζω, αερο-κοπανίζω, αερο-κουβεντιάζω, αερο-λογία, αερο-λόγος, αερο-λογώ, αερό-μυαλος. Τόσο στη Αρχαία γλώσσα, όσο ιδίως στη Νεοελληνική, το αερο- ως α΄ συνθετικό παρουσιάζει μεγάλη παραγωγικότηταειδικότερα μαρτυρούνται 40 περίπου λ. τής Αρχαίας με α΄ συνθ. το αερο-, περί τα 220 δε σύνθετα της Νέας Ελληνικής. Κατά το πρότυπο τέτοιων συνθέτων της Ελληνικής με α΄ συνθ. της λ. αήρ (> aero-) έχει πλαστεί μεγάλος αριθμός ξένων επιστημονικών όρων, όπως λ.χ. (αγγλ.) aero-boat, aero-camera, aero-curve, aero-dynamics, aero-gnosy, aero-lite, aero-logy, aero-marine, aero-motor, aero-scopeγαλλ. aer-emie, aero- codenseur, aero-phagie, aero-phone, aero-photometrie, aero-sol, aero-therapie, aero-therme, aero-tropisme, aero-vapeur(γερμ.) aero-dynamisch, Aero-statik, Aero-bier, Aero-kartograph, Aero-lith, Aero-logie, Aero-medizin, Aero-navigation, Aero-nomie, Aero-phagie, Aero-taxis, Aero-therapie, Aero-tropismus.
Dictionary of Greek. 2013.